σπειράνιο

σπειράνιο
το, Ν
χημ. περιληπτική ονομασία δικυκλικών υδρογονανθράκων, τα μόρια τών οποίων περιέχουν ένα άτομο άνθρακα κοινό μεταξύ τών δύο δακτυλίων τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spiran < spir- (< λατ. spira < σπείρα) + κατάλ. -an τής χημ. ορολογίας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σπειρανικός — ή, ό, Ν [σπειράνιο] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σπειράνιο (α. «σπειρανική ισομέρεια» β. «σπειρανικοί υδρογονάνθρακες») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”